Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε που ήμουν παιδί.Τόσα που δεν θυμάμαι πιά αν ημουν εγώ.
Σκόρπιες εικόνες μού έρχονται στό νού, από τα πρώτα τέσσερα-πέντε χρόνια της ζωής μου.
Ενα μεγάλο μπαούλο κατω από το παράθυρο, που έβλεπε στην Εγνατία, και επάνω την πάντα μαυροφορεμένη, λιγομίλητη, γιαγιά μου και εμένα χωμένη δίπλα της, να χαζεύουμε έξω την κίνηση του δρόμου.
Είχε πολύ χάζι ο δρόμος και θορύβους μιάς άλλης εποχής: Ο χαρακτηριστικός ήχος των μεταλικών τροχων του τράμ πάνω στις ράγες, τό κουδούνι-κόρνα που ειδοποιούσε τους πεζούς να προσέχουν, τα χάχανα των παιδιών πού έτρεχαν από πίσω προσπαθόντας να το φτάσουν και να σκαρφαλώσουν επάνω γιά μιά τσάμπα βόλτα,τίς φωνές του εισπράκτορα που φοβόταν περισσότερο μη γίνει κανένα ατύχημα παρά το χαμένο εισιτήριο, τον ήχο των αλόγων που έσερναν τα μακριά κάρα, με κάθε λογίς φορτία, πάνω στον πλινθόκτιστο δρόμο.
Ειχε και τον τρελό του, ο δρόμος: Αγγελόπουλος ο Α' αυτοκράτορας του Βυζαντίου.Με το στραβοπατημένο καπέλο, την μισολυμένη γραβάτα και τα παράσημα(!), να δίνει οδηγίες προς προς καθε κατεύθυνση!
Θυμάμαι την τσίγκινη σκαφη της μπουγάδας στο πάτωμα της κουζίνας, την μεγάλη κατσαρόλα με το ζεστό νερό, την μάνα να με σαπουνίζει γρήγορα- γρήγορα ρίχνοντας καθαρό νερό με το κατσαρολάκι στα μαλιά και στό σώμα, την μεγάλη πετσέτα
που με τύλιγε και με εσφιγγε στην αγκαλίά της και με έτριβε γιά να με ζεστάνει.
Με θυμαμαι, ξαπλωμένη στο κρεβατάκι μου να μου τάζουν διάφορα αν δεν έβαζα τα δάλτυλα
στο στόμα γιά να κοιμηθώ.
Δεν θυμάμαι καθόλου, τον αγαπημένο μου πατέρα και τα μεγαλύτερα αδέλφια μου.
Δέν ειναι παράξενο;
Σκόρπιες εικόνες μού έρχονται στό νού, από τα πρώτα τέσσερα-πέντε χρόνια της ζωής μου.
Ενα μεγάλο μπαούλο κατω από το παράθυρο, που έβλεπε στην Εγνατία, και επάνω την πάντα μαυροφορεμένη, λιγομίλητη, γιαγιά μου και εμένα χωμένη δίπλα της, να χαζεύουμε έξω την κίνηση του δρόμου.
Είχε πολύ χάζι ο δρόμος και θορύβους μιάς άλλης εποχής: Ο χαρακτηριστικός ήχος των μεταλικών τροχων του τράμ πάνω στις ράγες, τό κουδούνι-κόρνα που ειδοποιούσε τους πεζούς να προσέχουν, τα χάχανα των παιδιών πού έτρεχαν από πίσω προσπαθόντας να το φτάσουν και να σκαρφαλώσουν επάνω γιά μιά τσάμπα βόλτα,τίς φωνές του εισπράκτορα που φοβόταν περισσότερο μη γίνει κανένα ατύχημα παρά το χαμένο εισιτήριο, τον ήχο των αλόγων που έσερναν τα μακριά κάρα, με κάθε λογίς φορτία, πάνω στον πλινθόκτιστο δρόμο.
Ειχε και τον τρελό του, ο δρόμος: Αγγελόπουλος ο Α' αυτοκράτορας του Βυζαντίου.Με το στραβοπατημένο καπέλο, την μισολυμένη γραβάτα και τα παράσημα(!), να δίνει οδηγίες προς προς καθε κατεύθυνση!
Θυμάμαι την τσίγκινη σκαφη της μπουγάδας στο πάτωμα της κουζίνας, την μεγάλη κατσαρόλα με το ζεστό νερό, την μάνα να με σαπουνίζει γρήγορα- γρήγορα ρίχνοντας καθαρό νερό με το κατσαρολάκι στα μαλιά και στό σώμα, την μεγάλη πετσέτα
που με τύλιγε και με εσφιγγε στην αγκαλίά της και με έτριβε γιά να με ζεστάνει.
Με θυμαμαι, ξαπλωμένη στο κρεβατάκι μου να μου τάζουν διάφορα αν δεν έβαζα τα δάλτυλα
στο στόμα γιά να κοιμηθώ.
Δεν θυμάμαι καθόλου, τον αγαπημένο μου πατέρα και τα μεγαλύτερα αδέλφια μου.
Δέν ειναι παράξενο;