Δευτέρα, Ιουλίου 17, 2006

Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε που ήμουν παιδί.Τόσα που δεν θυμάμαι πιά αν ημουν εγώ.
Σκόρπιες εικόνες μού έρχονται στό νού, από τα πρώτα τέσσερα-πέντε χρόνια της ζωής μου.
Ενα μεγάλο μπαούλο κατω από το παράθυρο, που έβλεπε στην Εγνατία, και επάνω την πάντα μαυροφορεμένη, λιγομίλητη, γιαγιά μου και εμένα χωμένη δίπλα της, να χαζεύουμε έξω την κίνηση του δρόμου.
Είχε πολύ χάζι ο δρόμος και θορύβους μιάς άλλης εποχής: Ο χαρακτηριστικός ήχος των μεταλικών τροχων του τράμ πάνω στις ράγες, τό κουδούνι-κόρνα που ειδοποιούσε τους πεζούς να προσέχουν, τα χάχανα των παιδιών πού έτρεχαν από πίσω προσπαθόντας να το φτάσουν και να σκαρφαλώσουν επάνω γιά μιά τσάμπα βόλτα,τίς φωνές του εισπράκτορα που φοβόταν περισσότερο μη γίνει κανένα ατύχημα παρά το χαμένο εισιτήριο, τον ήχο των αλόγων που έσερναν τα μακριά κάρα, με κάθε λογίς φορτία, πάνω στον πλινθόκτιστο δρόμο.
Ειχε και τον τρελό του, ο δρόμος: Αγγελόπουλος ο Α' αυτοκράτορας του Βυζαντίου.Με το στραβοπατημένο καπέλο, την μισολυμένη γραβάτα και τα παράσημα(!), να δίνει οδηγίες προς προς καθε κατεύθυνση!
Θυμάμαι την τσίγκινη σκαφη της μπουγάδας στο πάτωμα της κουζίνας, την μεγάλη κατσαρόλα με το ζεστό νερό, την μάνα να με σαπουνίζει γρήγορα- γρήγορα ρίχνοντας καθαρό νερό με το κατσαρολάκι στα μαλιά και στό σώμα, την μεγάλη πετσέτα
που με τύλιγε και με εσφιγγε στην αγκαλίά της και με έτριβε γιά να με ζεστάνει.
Με θυμαμαι, ξαπλωμένη στο κρεβατάκι μου να μου τάζουν διάφορα αν δεν έβαζα τα δάλτυλα
στο στόμα γιά να κοιμηθώ.
Δεν θυμάμαι καθόλου, τον αγαπημένο μου πατέρα και τα μεγαλύτερα αδέλφια μου.
Δέν ειναι παράξενο;

Πέμπτη, Ιουλίου 06, 2006

Υπήρξε στα νιάτα της ωραία γυναίκα. Δραστήρια νοικοκυρά. Άξια μητέρα.Κοινωνική. Γελαστή. Κι ας ηταν πάντα ανήσυχη για το τι κανουμε, που βρισκόμαστε, αν φτάσαμε καλά στον προορισμό μας (με τα τόσα που συμβαίνουν γύρω μας).Κι ας είχε πρόβλημα με το πόδι της από μικρή. Κούτσαινε και πονούσε κατά καιρους πολύ. Φοβόταν την εγχείρηση κι ας ειχε ταξειδεψει και στό εξωτερικό γι αυτό το σκοπό. Οταν τελικά το αποφάσισε, γιατί δεν άντεχε άλλο, μεγάλη πιά, δεν πρόλαβε να το χαρεί. Ύστερα από λίγα χρόνια η άνοια της κτύπησε την πόρτα. Ξεκίνησε με μια ελαφριά κατάθληψη. Δέν το αντιληφθήκαμε εγκαίρως. Η αρρώστια προχώρησε γρήγορα.
Τώρα, στο αναπήρικό καρότσι, δεν μετρα ούτε τις ωρες που περνουν αργά και βασανιστικά άδειες.Γέρασε πολύ. Μαράθηκε. Ειναι όμως πολύ γλυκιά και γελάει. Δεν ζητά τίποτε. Μόνο καμιά φορα θέλει να πάει σπίτι της να δει την μαμά της.